- ἐπιδιαφέρομαι
- ἐπιδια-φέρομαι,A go across after, Th.8.8 (v.l. διαφ-).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιδιαφέρομαι — ἐπιδιαφέρομαι (Α) (για πλοίο) μεταφέρομαι από μια θάλασσα σε άλλη συρόμενος πάνω στον ισθμό … Dictionary of Greek
ἐπιδιαφερομένας — ἐπιδιαφερομένᾱς , ἐπιδιαφέρομαι go pres part mp fem acc pl ἐπιδιαφερομένᾱς , ἐπιδιαφέρομαι go pres part mp fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)